ἀλιτήριος

ἀλιτήριος
ἀλιτ-ήριος, ον, ([etym.] ἀλιτεῖν)
A sinning or offending against, c. gen.,

τῶν ἀλιτηρίων . . τῶν τῆς θεοῦ Ar.Eq.445

;

ἐναγεῖς καὶ ἀ. τῆς θεοῦ Th. 1.126

; but κοινὸν ἀλιτήριον τῶν ὀλωλότων. . ἁπάντων common plague of all, D.18.159;

ἀλιτήριος Ἑλλάδος Aeschin.3.157

, cf. Din.1.77.
2 abs., guilty, D.19.197, Lys.13.79, And.1.130; Πρωταγόρας . . ἁλιτήριος (i.e.ὁ ἀ.) Eup.146b, cf.96, Men.563.
II = ἀλάστωρ, avenging spirit, Antipho 4.1.4, 4.2.8.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἁλιτήριος — ἀλιτήριος , ἀλιτήριος sinning masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλιτήριος — sinning masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλιτήριος — ια, ιο (Α ἀλιτήριος, ιον) σκληρός, αδίσταχτος, κακοήθης, δόλιος, κατεργάρης αρχ. 1. αυτός που διαπράττει αμάρτημα, άδικος, ασεβής, ανόσιος 2. αυτός που φέρνει την καταστροφή, τον όλεθρο, πληγή, μάστιγα 3. αίτιος, ένοχος για κάτι 4. εκδικητής… …   Dictionary of Greek

  • αλιτήριος — α, ο άδικος, ασεβής, πανούργος, άθλιος, κακοποιός: Τους είχε εξαπατήσει για δεύτερη φορά ο αλιτήριος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κἀλιτήριος — ἀλιτήριος , ἀλιτήριος sinning masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλειτήριον — ἀλιτήριος sinning masc/fem acc sg ἀλιτήριος sinning neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλιτηρίω — ἀλιτήριος sinning masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀλιτήριος sinning masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλιτηρίως — ἀλιτήριος sinning adverbial ἀλιτήριος sinning masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλιτήριον — ἀλιτήριος sinning masc/fem acc sg ἀλιτήριος sinning neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλειτηρίοις — ἀλιτήριος sinning masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλειτηρίων — ἀλιτήριος sinning masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”